Οι δεσμοί της Τουρκίας με τη Ρωσία αντικατοπτρίζουν την εξωτερική πολιτική που στερείται αξιών.


Γράφει ο Αντιστράτηγος (ε.α.) Αντώνης Βασιλείου*.

Ο Πούτιν οδηγεί τον Ερντογάν εκεί που τον θέλει καθώς οι σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ σταδιακά ξεφτίζουν.

Η αθόρυβη αποχώρηση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από το Sochi την περασμένη εβδομάδα, είναι ενδεικτική της απογοήτευσης του στην προώθηση των σχέσεων με τη Ρωσία, καθώς απομακρύνει το έθνος του από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ.

Η πρόσφατη σύνοδος κορυφής στις 29 Σεπτεμβρίου μεταξύ του Ερντογάν και του Ρώσου ομολόγου του Βλαντιμίρ Πούτιν, προοριζόταν να αντιπροσωπεύσει το επόμενο βήμα στην αποσύνδεση της Τουρκίας από μια συμμαχία που ξεφτίζει με τις ΗΠΑ και προς την εμβάθυνση της σχέσης της με τη Ρωσία.

Ενώ εκτιμάται ότι τίποτα ουσιαστικό δεν επιτεύχθηκε στη συνάντηση, ο Ερντογάν κατά την πτήση επιστροφής του στην Άγκυρα, ενημέρωσε στους δημοσιογράφους, για το ενδιαφέρον του να αγοράσει περισσότερο ρωσικό στρατιωτικό υλικό, συμπεριλαμβανομένων πολεμικών πλοίων, πολεμικών αεροσκαφών και υποβρυχίων, καθώς και δύο ακόμη πυρηνικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ σημείωσε ότι παραμένει προσηλωμένος στην απόκτηση ενός δεύτερου συστήματος πυραυλικής άμυνας S-400.

Η αγορά ρωσικών όπλων από την Τουρκία ενάντια στις προειδοποιήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, οδήγησε σε επιβολή κυρώσεων κατά του αμυντικού βιομηχανικού της τομέα τον Δεκέμβριο του 2020. Η Άγκυρα προσπάθησε μάταια να πείσει την Ουάσινγκτον να άρει τις κυρώσεις χωρίς να παραδώσει τους S-400.

Ο Ερντογάν, από την πλευρά του, εκτιμάται ότι δεν κατάφερε να κερδίσει τίποτα από τον Ρώσο πρόεδρο για τις δύο πιο πιεστικές ανησυχίες της Τουρκίας. Τους ελιγμούς της Μόσχας στη Συρία, όπου οι χώρες υποστηρίζουν τις αντίπαλες πλευρές και την τιμή του φυσικού αερίου.

Η Τουρκία έχει διαμαρτυρηθεί για επανειλημμένες παραβιάσεις της εκεχειρίας του Μαρτίου 2020 με τη Ρωσία στην επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας, ενώ η χώρα παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τη Ρωσία για φυσικό αέριο, με την τελευταία να καλύπτει πάνω από το 50 τοις εκατό των αναγκών της ετησίως.

Καίγοντας τις γέφυρες του με τις ΗΠΑ, ο Ερντογάν ήλπιζε σε κάτι περισσότερο από απλές φιλοφρονήσεις από τον Πούτιν. Αλλά η συνάντηση τους έδειξε ότι ο Ρώσος πρόεδρος έχει τον Τούρκο ομόλογο του εκεί που τον θέλει. Δεν είναι περίεργο που ο Ερντογάν αποχώρησε αθόρυβα από το Sochi.

Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία είναι εμβληματική μιας εξωτερικής πολιτικής που βασίζεται στα εθνικά συμφέροντα πάνω από τις αξίες. Αυτό συμπεραίνεται από την πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στα Ηνωμένα Έθνη και στη συνέχεια το ταξίδι του στο Sochi για να συναντήσει τον Πούτιν.

Στη Νέα Υόρκη, ο Ερντογάν μίλησε στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών όπως και οι υπόλοιποι αρχηγοί κρατών, αλλά στο περιθώριο ξεδίπλωσε την απογοήτευση του για τη μη συνάντηση του με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάϊντεν. Ο Ερντογάν παρατήρησε ότι οι σχέσεις με τον μακροχρόνιο στρατηγικό εταίρο του δεν ήταν καλές και πρόσφατα οι χειρότερες σε ολόκληρα τα 18 χρόνια της εξουσίας του.

Αμέσως μετά, ο Ερντογάν ταξίδεψε στη Ρωσία στις 29 Σεπτεμβρίου για να συναντηθεί με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Εκεί, οι δυο τους φάνηκαν να χαιρετούν ο ένας τον άλλον θερμά αφού δεν είχαν συναντηθεί προσωπικά για πάνω από δεκαοκτώ μήνες λόγω της πανδημίας του COVID-19. Από τη Νέα Υόρκη και το Sochi, ο Ερντογάν δεσμεύτηκε να προχωρήσει σε μια νέα παραλαβή πυραυλικού συστήματος S-400 από τη Ρωσία και φλέρταρε με την ιδέα της συνεργασίας με τη Μόσχα σε μαχητικά αεροσκάφη και υποβρύχια.

Η αγορά ρωσικών όπλων από την Τουρκία παρά τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ, οδήγησε σε κυρώσεις κατά του αμυντικού βιομηχανικού τομέα τον Δεκέμβριο του 2020. Η Άγκυρα προσπάθησε μάταια να πείσει την Ουάσινγκτον να άρει τις κυρώσεις, χωρίς να παραδώσει τους S-400.

Η απόρριψη των επιθυμιών των Ερντογάν από τις ΗΠΑ προς όφελος των δεσμών με έναν από τους στρατηγικούς εχθρούς της Ουάσινγκτον, δείχνει πόσο η τουρκική εξωτερική πολιτική καθοδηγείται από τα εθνικά συμφέροντα και όχι από τις κοινές αξίες.

Όσον αφορά τη Ρωσία, η Τουρκία απειλείται από το φάντασμα μιας επίθεσης στο τελευταίο έδαφος της Συρίας που ελέγχεται από τους υποστηριζόμενους από την Τουρκία αντάρτες της επαρχίας Ιντλίμπ στα βορειοδυτικά της χώρας. Ο Ερντογάν συναντήθηκε εν μέρει με τον Πούτιν για να αποτρέψει μια άλλη επίθεση από τη Ρωσία στην Ιντλίμπ, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει εκατομμύρια περισσότερους πρόσφυγες στα τουρκικά σύνορα.

Από την πλευρά της η Τουρκία έχει εμποδίσει τα ρωσικά συμφέροντα στη Συρία καταλαμβάνοντας ένα κομμάτι του βορρά της χωρίς να φαίνεται σαφές το τέλος της παρουσίας της. Προκάλεσε επίσης απευθείας τη Ρωσία στη Λιβύη και τον νότιο Καύκασο, παίρνοντας μια πλευρά απέναντι από τη Μόσχα. Επίσης η τουρκική στρατιωτική υποστήριξη για την Ουκρανία και την Πολωνία είναι επίσης πηγές εκνευρισμού για τη Ρωσία, ειδικά στην πρώτη περίπτωση, όπου η Άγκυρα συχνά υπενθυμίζει δημοσίως ότι απορρίπτει τη ρωσική κατοχή της Χερσονήσου της Κριμαίας.

Αυτό που αναδεικνύουν αυτές οι ασυμφωνίες είναι ότι οι διεθνείς συνεργασίες σήμερα είναι λιγότερο σταθερές από ό,τι στο παρελθόν, χωρίς μόνιμο σύνολο φίλων ή εχθρών. Αυτά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι ενός διεθνούς τοπίου που γίνεται όλο και πιο πολυπολικό στην εμφάνιση του.

Τελικά η Τουρκία με απλά λόγια, επιδιώκει τα δικά της συμφέροντα και με αυτόν τον τρόπο ενεργεί, όπως πολλά άλλα έθνη που αρνούνται να δεσμευθούν από μακροχρόνιες συμμαχίες.

* Ο Αντώνης Βασιλείου είναι Αντιστράτηγος (εα), Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός, MSc Επιχειρησιακός Ερευνητής, τ. Σύμβουλος ΟΑΣΕ επί Συμβατικών Εξοπλισμών και τ. Μελετητής των Συστημάτων Διοικήσεως και Ελέγχου Πληροφοριών C3I του ΝΑΤΟ (www.antoniosvasileiou.gr).


Leave a Reply

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

© 2023 Antonios L Vasileiou