9 Σεπτεμβρίου 1906 δολοφονείται ο Πόντιος Μητροπολίτης Κορυτσάς, Πρεμετής και Μοσχοπόλεως Φώτιος, κατά κόσμον Ηλίας Καλπίδης.
Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά (13.10.1904), ένας σπουδαίος ποιμενάρχης, που κράτησε το λάβαρο του εθνικού αγώνα και ενέπνευσε την πίστη για τη λευτεριά, στον υπόδουλο ελληνισμό, ο Φώτιος Καλπίδης, πληρώνει με τη ζωή του τον ένθεο ζήλο και την αφοσίωσή του στα ιδανικά της Πατρίδος και ακολουθεί το δρόμο των Εθνομαρτύρων στα πεδία της Δόξας και της αιώνιας Τιμής!!!
Πρόκειται για τον Μητροπολίτη Κορυτσάς, Πρεμετής και Μοσχοπόλεως, Φώτιο Καλπίδη, που δολοφονήθηκε, στις 9.9.1906 από Αλβανούς, Ρουμάνους και Βουλγάρους κομιτατζήδες, που του έστησαν ενέδρα στο χωριό Μπρατβίστα του Μοράβα, ενώ προσερχόταν στο ναό να λειτουργήσει, καίτοι γνώριζε ότι ήταν στόχος (είχε προηγηθεί απόπειρα δολοφονίας του τον Ιούνιο 1906, στο χωριό Πλιάσσα, όπου και τραυματίστηκε).
Ο Φώτιος (κατά κόσμον Ηλίας) Καλπίδης, καταγόταν από ευκατάστατη πολύτεκνη οικογένεια (κατ’ άλλους η οικογένειά του ήταν φτωχή αγροτική) του Πόντου και γεννήθηκε το 1862 στο χωριό Τσαγράκ της Κερασούντας. Ήταν το 7ο παιδί της οικογένειας και από μικρός έδειξε έφεση στη μάθηση και ευτύχησε να περατώσει τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κερασούντα, που αποτελούσε σπουδαίο πνευματικό κέντρο του Πόντου και φάρο του Ελληνισμού.
Περατώνοντας τις γυμνασιακές σπουδές του, αντιλαμβάνεται ότι η κλίση του είναι στραμμένη στον ιερατικό χώρο και εγγράφεται στη Σχολή της Χάλκης όπου φοιτά για τέσσερα χρόνια και στη συνέχεια παίρνει και τον τίτλο του διδάκτορα Θεολογίας. Επιστρέφει στην Κερασούντα και αναλαμβάνει την διεύθυνση των σχολείων της.
Το 1893 μετακαλείται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, χειροτονείται διάκονος και διορίζεται πρώτα υπογραμματέας και στη συνέχεια αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Το 1897 χειροτονείται πρεσβύτερος και ακολούθως γίνεται αρχιμανδρίτης. Ταυτόχρονα, διορίζεται μέλος της συντακτικής επιτροπής και ταμίας της «Εκκλησιαστικής Αλήθειας», που αποτελεί το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του Πατριαρχείου.
Σε ηλικία 40 ετών, στις 16 Μαΐου 1902 εκλέγεται μητροπολίτης Κορυτσάς Πρεμετής και Μοσχοπόλεως και χειροτονείται στις 19 Μαΐου 1902, στον Πατριαρχικό ναό από τον Πατριάρχη Ιωακείμ. Δύο μήνες μετά, η Κορυτσά τον υποδέχεται, παρουσία Δημογερόντων και λαού, που δείχνουν ιδιαίτερη συγκίνηση και χαρά για τον ποιμενάρχη τους, αλλά και ο Φώτιος πλήρης συγκινήσεως διαβεβαιώνει το ποίμνιό του, ότι πλέον ταυτίζει τη ζωή του με τις δικές τους ζωές, υπόσχεση που ποτέ δεν πρόδωσε.
Ακούραστος, αεικίνητος, προικισμένος με ευγλωττία, φιλάνθρωπα αισθήματα, διαποτισμένος με την πίστη στα ελληνικά ιδεώδη, φλογερός πατριώτης, αρχίζει ιεραποστολικό έργο Εθνικών διαστάσεων, αντιμετωπίζοντας με θάρρος τις αντιξοότητες και τους πλείστους κινδύνους, σε μια τουρκοκρατούμενη περιοχή, που μαστιζόταν από την αλβανική προπαγάνδα (η οποία βρισκόταν σε στενή επαφή και συνεργασία με τα κομιτάτα Βουλγαρίας και Ρουμανίας), που γινόταν σε βάρος του Ελληνισμού με τις …ευλογίες των μεγάλων δυνάμεων της εποχής.
Αρχίζουν οι απειλές κατά της ζωής του, αλλά αυτός παραμένει ακλόνητος στα πιστεύω του και δεν υποστέλλει ούτε στιγμή τη σημαία του Αγώνα και της Πίστης, στο Δίκαιο του Αγώνα. Ρουμάνοι και Βούλγαροι κομιτατζήδες, στοχεύοντας κατά κύριο λόγο στην προσάρτηση της Μακεδονίας στις χώρες τους, εκμεταλλευόμενοι εν προκειμένω την αυτονομιστική τάση των ισχυρών Αλβανών που εποφθαλμιούν την σκλαβωμένη από τους τούρκους ελληνική, ενώνονται, σε κοινό συνωμοτικό αγώνα μαζί τους σε βάρος των Ελλήνων και του Ελληνισμού. Είναι τότε που ο Φώτιος στέλνει επιστολή στον Οικουμενικό Πατριάρχη, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει: «…χάρις εις την σύμπραξιν των ρουμανιζόντων μετά των εργαζομένων υπέρ της αυτονομίας της Αλβανίας Αλβανών, η κατάστασις απέβη αφόρητος, έντιμοι πολίται φυλακίζονται, η δε θέσις των Χριστιανών, δεινούται και καταπατούνται τα προνόμια».
Σε όλα αυτά ο Φώτιος αντιστέκεται με δυναμισμό, θάρρος και άγρυπνο πνεύμα και συνείδηση. Μετατρέπεται σε μεγάλη Εθνική μορφή και η ακτινοβολία του ξεπερνά τα όρια της Μητροπόλεώς του. Αρχίζει να περιοδεύει από χωριό σε χωριό διδάσκοντας το λόγο του Θεού και ξεσηκώνοντας συνειδήσεις στο χρέος για Ελευθερία. Στη βία, αντιτάσσει την αγάπη, δίνει ελπίδες στους πάσχοντες, παρηγορεί, συνδράμει, φροντίζει άπαντες, πλην του εαυτού του, αρνούμενος να ακολουθήσει τις συμβουλές όσων του λένε να προσέχει, αντιλέγοντας: «Αν πρέπει να κάμω όπως μου λέτε, τότε για ποιο λόγο μ΄έστειλαν εδώ από την Πόλη;».
Δημιουργεί στην Κορυτσά το Σύλλογο νέων «Τα Πάτρια» ενισχύοντας τη νεολαία, σύλλογο που γρήγορα γίνεται ο προμαχώνας της υπεράσπισης των δικαίων του Ελληνισμού στην περιοχή.
Την εποχή εκείνη στην Κορυτσά ζούσε ο Σπύρος Κωστούρη(ο)ς, πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας, συνεργαζόμενος με ανθελληνικές συμμορίες (αλβανικές). Ο Κωστούρης ήταν φίλος του Τούρκου διοικητή της Κορυτσάς, έτρεφε άσβηστο μίσος για τους Έλληνες και θεωρούσε ότι ο Φώτιος αποτελούσε μεγάλο εμπόδιο στα προπαγανδιστικά σχέδια των συμμοριών.
Τον Ιούνιο 1906, όργανα του Κωστούρη, πηγαίνουν στο χωριό Πλιάσσα, καταλαμβάνουν την εκκλησία και αρχίζουν βαρβαρότητες κατά των Χριστιανών. Ο Φώτιος μόλις το πληροφορείται σπεύδει στην Πλιάσσα, απελευθερώνει την εκκλησία και δέχεται επίθεση με πέτρες, που προκαλούν τον τραυματισμό του. Μετά την επίθεση αυτή, τίθεται πλέον σε εφαρμογή το σχέδιο δολοφονίας του ποιμενάρχη.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1906, ο Φώτιος, συνοδευόμενος από τον πρωθιερέα Ιωσήφ, τον διάκο και τον κλητήρα της Μητρόπολης, ξεκινάει έφιππος (παρά τις ειδοποιήσεις που είχε να το αποφύγει, διότι κινδύνευε η ζωή του) να πάει στο χωριό Βρατοβίτσα (Μπρατβίτσα), προκειμένου την επομένη να τελέσει τα εγκαίνια του ναού του χωριού και τη θεία λειτουργία. Την ώρα που ο ήλιος βασίλευε, πριν προλάβει να φτάσει στο χωριό, πέφτει σε στημένη ενέδρα συμμορίας κομιτατζήδων, δέχεται μια μπαταριά στον τράχηλο και πέφτει από το άλογο νεκρός στο έδαφος. Κανέναν άλλον δεν πυροβόλησαν οι συμμορίτες, διότι στόχος τους ήταν μόνο ο Μητροπολίτης.
Η είδηση του θανάτου του, συγκλονίζει τον Ελληνισμό!!! Πόνος, οδύνη αλλά και κραυγές οργής κατά των δολοφόνων σκεπάζουν τις περιοχές Πρεμετής και Κορυτσάς, οι οποίες πέφτουν σε βαθύτατο πένθος, θρηνώντας τον μεγάλο νεκρό, τον αγαπημένο τους Δεσπότη. Κατά διαταγή του Πατριάρχη, έρχονται για να τελέσουν την κηδεία, ο Δεσπότης Δυρραχίου (μετέπειτα Ικονίου) Προκόπιος και ο Δεσπότης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, φίλος και συμμαθητής του Φωτίου, ο οποίος εκφώνησε και τον επικήδειο, ενισχύοντας μέσω αυτού το αγωνιστικό πνεύμα που έπρεπε εφεξής να διέπει τον ελληνισμό, ώστε η θυσία του ποιμενάρχη τους να δώσει καρπούς ελευθερίας και ανάστασης του Γένους. Ο λόγος αυτός, συγκίνησε βαθειά το πολυπληθές εκκλησίασμα, που μέσα από το κλάμα του, ύψωνε ταυτόχρονα και τον ενθουσιασμό για τα μεγάλα που έπρεπαν στο Έθνος και την υπόσχεσή του, να τιμήσει τον ποιμενάρχη του, ακολουθώντας τις προτροπές του. Μεταξύ άλλων, ο Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, σε ένα παλλόμενο πλήθος, που κατέληξε σε ζητωκραυγές, συνεπαρμένο απ’ όσα ειπώθηκαν, τόνισε, πως δεν πρέπει να απελπίζονται και πως στη θέση του δολοφονημένου, η εκκλησία θα στείλει άλλον και αν τον σκοτώσουν κι΄ αυτόν, θα στείλει άλλον καλύτερο διότι «αυτή είναι η μοίρα του Ελληνικού Έθνους, να εργάζεται με το αίμα του για την απελευθέρωσή του»!!!
Μετά την κηδεία, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, προσπάθησε να βρει τους ενόχους αυτού του εγκλήματος και κατέληξε στην διαπίστωση ότι στην δολοφονία του Φωτίου, ενεχόταν ο βοεβόδας Μήτρος Βλάχος, που έκανε συνεννοήσεις με τους Αλβανούς για κοινή δράση κατά των Ελλήνων, δωροδοκώντας και εξαγοράζοντάς τους, υποσχόμενος περαιτέρω πλούτη και αξιώματα σ΄ όποιον μετείχε στο σχέδιο. Η εκτέλεση του Φωτίου, ανατέθηκε στον Σπύρο Κωστούρο, που την έβγαλε σε πέρας. Η αποκάλυψη αυτή, ξεσήκωσε όλους τους Έλληνες και αναγκάστηκαν οι τοπικές αρχές να κάνουν ανακρίσεις. Οι ανακρίσεις επέφεραν τη σύλληψη δύο ρουμανιζόντων, ενώ ο Κωστούρος διέφυγε αλλά αργότερα συνελήφθη μαζί με τους γιούς του και τιμωρήθηκε παραδειγματικά, με εκτέλεσή του.
Ο Εθνομάρτυρας Φώτιος, ετάφη στον περίβολο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γεωργίου Κορυτσάς.
Το πένθος υπήρξε Πανελλήνιο και επιμνημόσυνες δεήσεις έγιναν σε όλους τους ναούς του υπόδουλου ελληνισμού, το δε Οικουμενικό Πατριαρχείο, διαμαρτυρήθηκε έντονα τόσο στην Πύλη όσο και στις ξένες Πρεσβείες, θεωρώντας ότι το γεγονός ήταν αποτέλεσμα προδοσίας και συνομωσίας, εφόσον ο Τούρκος Διοικητής Κορυτσάς, είχε αρνηθεί να ικανοποιήσει αίτημα του Εθνομάρτυρα Φωτίου, να του διατεθεί απόσπασμα ασφαλείας, κατά την ημέρα της δολοφονίας του.
Δεν γνωρίζουμε αν σήμερα σώζεται ο τάφος του Εθνομάρτυρα.
Αυθεντική μαρτυρία για τον τάφο, περιέχεται σε επιστολή του αρχιερατικού Επιτρόπου Κορυτσάς Οικονόμου Ιωσήφ (ο οποίος ήταν παρών κατά την δολοφονία), απευθυνόμενη στον ανηψιό του Φωτίου Γεώργιο Ανδρεάδη, όπου και αναφέρει: «Το μνήμα εκ μαρμάρου, του αείμνηστου Φωτίου, του οποίου ήμουν συνοδός κατά την δολοφονίαν του, ευρίσκεται εν αρίστη καταστάσει εις τον περίβολον του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Κορυτσάς, τυγχάνει δε εσαεί προσκύνημα εκ μέρους της πόλεως μας και των περιχώρων».
Αιωνία η τιμή και η μνήμη του.
Πηγή : https://www.facebook.com/zioulis