Του Αντώνη Βασιλείου.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1941, στη βουλγαροκρατούμενη περιοχή της Δράμας πραγματοποιήθηκε η πρώτη στην Ελλάδα και δεύτερη στην Ευρώπη μετά τη Γιουγκοσλαβία, ένοπλη ανταρτική εξέγερση.
Οι αντάρτες και οι ένοπλες ομάδες τοπικών οργανώσεων χτύπησαν συνολικά σε είκοσι δύο χωριά της περιοχής και στην πόλη της Δράμας, μην αντέχοντας να βλέπουν τους ίδιους αδίστακτους Βούλγαρους κατακτητές να σφετερίζονται για τρίτη φορά τη γη και τις περιουσίες τους.
Στόχος των ανταρτικών επιθέσεων ήταν κυρίως αστυνομικοί, δήμαρχοι, κοινοτάρχες, αγροφύλακες και άλλοι φορείς της κρατικής βουλγαρικής εξουσίας, καθώς και συνεργάτες των Βουλγάρων. Σύμφωνα με επισταμένη έρευνα κατά τις επιθέσεις των ανταρτών εκτελέστηκαν τριάντα πέντε (35) Βούλγαροι και δώδεκα (12) συνεργάτες τους.
Τα βουλγαρικά αντίποινα υπήρξαν άμεσα και σκληρά και επεκτάθηκαν πολύ πιο πέρα από το χώρο εκδήλωσης των ανταρτικών επιθέσεων. Συνολικά σε πενήντα οικισμούς του νομού Δράμας, σε τριάντα έξι οικισμούς του νομού Σερρών και σε δεκαπέντε οικισμούς του νομού Καβάλας εκτελέστηκαν περισσότεροι από δύο χιλιάδες εκατόν σαράντα (2.140) αθώοι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής.
Από αυτούς οι χίλιοι εξακόσιοι δέκα τέσσερις (1.614) ήταν από το νομό Δράμας, οι τετρακόσιοι δεκαέξι (416) από το νομό Σερρών και οι εκατόν δέκα (110) από το νομό Καβάλας. Ιδιαίτερα δοκιμάστηκε η μαρτυρική πόλη της Δράμας, αν και μέσα στην πόλη οι ανταρτικές επιτυχίες ήταν ελάχιστες.
Κατά τη νύχτα της εξέγερσης ο κατοχικός στρατιωτικός διοικητής συνταγματάρχης Μιχαήλοφ, που είχε ειδοποιηθεί στο μεταξύ για τις κινήσεις των ανταρτών στο Δοξάτο, είχε δώσει εντολή να πυροβολείται στο ψαχνό όποιος κυκλοφορούσε στους δρόμους, ενώ από τα ξημερώματα άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις.
Στην πόλη της Δράμας από το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις αμάχων, οι δολοφονίες στους δρόμους, οι βασανισμοί σε αστυνομικά τμήματα και σε στρατώνες αλλά και οι ομαδικές εκτελέσεις. Οι εκτελέσεις αυτές έλαβαν χώρα σε διαφορετικά σημεία: στην περιοχή του Ινστιτούτου Καπνού, στους πρόποδες του Κορυλόβου, στον δρόμο προς το Μοναστηράκι, πίσω από το Γυμνάσιο Αρρένων, πίσω από το πάρκο των Κομνηνών, στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου και στη Στενήμαχο. Τα θύματα εντός της Δράμας υπολογίζονται μεταξύ 366 και 500 ατόμων, ενώ το κλίμα αυθαιρεσίας και τρομοκρατίας που επικράτησε σημειώνεται ακόμη και από βουλγαρικές πηγές.
Εκτός από την πόλη της Δράμας εκτελέστηκαν 350 άρρενες στο Δοξάτο και 135 στη Χωριστή, 114 κάτοικοι των Κύργιων, 92 στη Κορμίστα Σερρών, 30 στους Φιλίππους Καβάλας κ.α. Εκτελέσεις έγιναν ακόμη στην Προσοτσάνη, τα Κουδούνια, τα Κοκκινόγεια, την Πλατανιά, τον Δρυμότοπο, τους Σιταγρούς, τον Καλό Αγρό κ.α.
Ακόμη, πολλοί αντάρτες σκοτώθηκαν σε μάχες ή συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν αργότερα με αποφάσεις των κατοχικών βουλγαρικών στρατοδικείων. Εκτός των εκτελέσεων πολλοί Έλληνες φυλακίστηκαν.
Από ελληνικής πλευράς, τα θύματα από την καταστολή της εξέγερσης και τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των επόμενων ημερών ξεπέρασαν τα 2.000, με ορισμένες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για τουλάχιστον 4.000 με 5.000 νεκρούς
Το Δοξάτο τιμήθηκε το 1945 με Βασιλικό Διάταγμα, το 1985 με το Χρυσό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το 1998 με Προεδρικό Διάταγμα, δυνάμει του οποίου χαρακτηρίστηκε ως «Μαρτυρική Πόλη».
Ωστόσο, η αποκρουστικότητα ενός εγκλήματος δεν κρίνεται μόνο από τον αριθμό των θυμάτων αλλά κυρίως από την αγριότητα και το μίσος αυτών που το διέπραξαν.