Ήταν πρωί της 5ης Απριλίου 1944 ύστερα από την ενέδρα που έστησαν σε γερμανική φάλαγγα αντάρτικα σώματα του ΕΛΑΣ λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό.
Οι πληροφορίες της εποχής εκείνης έλεγαν ότι οι Ναζί μετέφεραν πολύτιμα αντικείμενα και τον πλούτο που είχαν αφήσει πίσω τους οι Εβραίοι της Καστοριάς που λίγες μέρες νωρίτερα στις 24 Μαρτίου μεταφέρθηκαν και θανατώθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ‘Αουσβιτς- Μπίρκεναου.
Σε αντίποινα για τον θάνατο δύο μοτοσικλετιστών της Βέρμαχτ, οι ναζί κινητοποιήθηκαν αμέσως και με ενισχύσεις από άλλες περιοχές της δυτικής Μακεδονίας εισήλθαν στο χωριό, έκαψαν τα περισσότερα σπίτια και εκτέλεσαν ή έκαψαν ζωντανούς 270 γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους που δεν πρόλαβαν να κρυφτούν στο δάσος.
Χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα χειρότερα και πιο αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου των Γερμανών. Επί δύο ολόκληρες ώρες αιμοδιψή SS και κομιτατζήδες πυροβολούσαν, λόγχιζαν, πυρπολούσαν και κατέσφαζαν τον άμαχο πληθυσμό. Γύρω στις εφτά που άρχιζε να σουρουπώνει και για να αποφύγουν το σκοτάδι κατά την επιστροφή τους, και υπό τον φόβο των ανταρτών, παίρνουν το σήμα από τον επικεφαλής μέσω φωτοβολίδας να σταματήσουν. Έχουν φτάσει λίγο πιο πάνω από την πλατεία του Αγίου Νικολάου. Αν είχαν επιπλέον διαθέσιμο χρόνο είναι σίγουρο πως θα συνέχιζαν και δεν θα αρκούνταν στα 280 αθώα θύματα που είναι ο τελικός τραγικός απολογισμός.
Η σφαγή της Κλεισούρας συγκαταλέγεται στα πιο γνωστά εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής.
Αιωνία τιμή και μνήμη στα αθώα θύματα.
(Φωτογραφία από προηγούμενη εκδήλωση τιμής)
