Γράφει ο Αντιστράτηγος (ε.α.) Αντώνης Βασιλείου*.
Μετά από ένα αποτυχημένο πραξικόπημα το 2016, πολλές στρατιωτικές εκστρατείες στη βόρεια Συρία και την κατάρρευση του νομίσματος λόγω της χαοτικής οικονομικής διαχείρισης, φαινόταν ότι υπήρχαν πολλά που θα ξάφνιαζαν τους αναλυτές που παρακολουθούσαν την πολιτική της Τουρκίας.
Ωστόσο, η απόφαση στις 25 Απριλίου από τουρκικό δικαστήριο να καταδικάσει τον επιχειρηματία και φιλάνθρωπο Οσμάν Καβάλα σε ισόβια κάθειρξη με την κατηγορία της απόπειρας ανατροπής της τουρκικής κυβέρνησης ήταν ένα βήμα που ξεπέρασε τις προσδοκίες ακόμη και μερικών από τους πιο καλόπιστους παρατηρητές.
Αν και πολλοί παρατηρητές περίμεναν ότι ο Καβάλα θα καταδικαζόταν από ένα δικαστήριο που σαφώς επηρεαζόταν από το κυβερνών κόμμα AKP, η σκληρότητα της τελικής ποινής σηματοδότησε πόσο μακριά είναι διατεθειμένη η κυβέρνηση του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να πιέσει οποιονδήποτε αμφισβητήσει τη θέση της. Ο Ερντογάν είχε ήδη χρησιμοποιήσει την ισχυρή πιθανότητα εμπλοκής μελών του Κινήματος Γκιουλέν, μιας θρησκευτικής αίρεσης, στην απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016 ως πρόσχημα για εκτεταμένη εκκαθάριση της δημόσιας υπηρεσίας και του στρατού καταστρέφοντας τις καριέρες χιλιάδων αθώων Ανθρώπων.
Ομοίως χρησιμοποίησε συμπάθειες προς το Κουρδικό εθνικιστικό Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), μία ομάδα που θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση από την Άγκυρα, για να απομακρύνει εκλεγμένους αξιωματούχους του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP) από το κοινοβούλιο και τον τοπικό δήμαρχο από την έδρα του στα νοτιοανατολικά της χώρας όπου κυριαρχούν οι Κούρδοι.
Πιο πρόσφατες κινήσεις της κυβέρνησης να απειλήσει τον Canan Kaftancioglu, υψηλόβαθμο στέλεχος του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), με φυλάκιση λόγω αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και υπονοούμενων για παρόμοια δράση για την απαγόρευση του δημάρχου CHP της Κωνσταντινούπολης και του πιθανού προεδρικού υποψηφίου Ekrem Imamoglu από την πολιτική, δείχνουν ότι ο Ερντογάν είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για να καταστείλει πιθανούς αντιπάλους.
Αν και η φυλάκιση του ηγέτη του HDP, Selahattin Demirtas, τον Νοέμβριο του 2016 δημιούργησε ήδη προηγούμενο, εντούτοις αντιπροσώπευε μια πιο περιορισμένη εστίαση σε ένα κόμμα που συνδέεται με την πολιτική αριστερά και τον κουρδικό εθνικισμό. Η τρέχουσα καταστολή στο μεγαλύτερο και πιο κεντρώο CHP καθώς και στο νεοεθνικιστικό Κόμμα θα σηματοδοτήσει μια ευρύτερη επίθεση κατά των τελευταίων υπολειμμάτων του πολιτικού πλουραλισμού στην Τουρκία.
Παρά αυτή την κλιμάκωση στην τουρκική πολιτική, ο βαθμός στον οποίο ο Ερντογάν έχει γίνει υποστηρικτής της Μόσχας καθώς και προμηθευτής μη επανδρωμένων αεροσκαφών στο Κίεβο, σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ δεν εξέφρασαν τόσο σθεναρή κριτική για τέτοια καταστολή όπως θα μπορούσαν να είχαν κάνει πριν από την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Το ίδιο ισχύει και για την παρεμποδιστική στάση της Τουρκίας απέναντι στα σχέδια της Σουηδίας και της Φινλανδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, παρά την απογοήτευση που προκάλεσε σε πολλούς Ευρωπαίους πολιτικούς. Αλλά η χρήση της διαδικασίας ένταξης στο ΝΑΤΟ από τον Ερντογάν για να αποσπάσει παραχωρήσεις από τη Σουηδία και τη Φινλανδία σχετικά με την παρουσία και τις δραστηριότητες κουρδικών εθνικιστικών ομάδων και στις δύο χώρες, έδειξε πόσο μεγάλο πρόβλημα ήταν διατεθειμένος να προκαλέσει ο Ερντογάν στους εταίρους της συμμαχίας, προκειμένου να επιδείξει την δύναμη του στο εγχώριο τουρκικό κοινό.
Ο Ερντογάν έχει επίσης πυροδοτήσει συνεχείς διαμάχες με την Ελλάδα και τους υποστηρικτές της στην ΕΕ, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, για εδαφικές διαφορές και έργα γεώτρησης φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Η προθυμία του να κερδίσει εγχώριους πολιτικούς πόντους μέσω αντιπαραθέσεων με τους ευρωπαίους γείτονες της Τουρκίας εμφανίζεται παρομοίως στην επιθετική του ρητορική σχετικά με τις εντάσεις μεταξύ της κατεχόμενης Κύπρου (η οποία από τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας το 1974 έχει αναγνωριστεί διπλωματικά μόνο από την Άγκυρα), και την κυβέρνηση της Κύπρου που ελέγχει το άλλο μισό του νησιού ως κράτος μέλος της Ε.Ε.
Αυτή η στρατηγική κινητοποίηση ψηφοφόρων ενάντια σε υποτιθέμενους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς είναι μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για την εξασφάλιση ενός εκλογικού συνασπισμού μεταξύ των θρησκευόμενων συντηρητικών ψηφοφόρων του AKP και των ριζοσπαστών εθνικιστών που είναι πιστοί στον εταίρο του συνασπισμού του Ερντογάν, το MHP.
Οι στρατηγικές ευπάθειες στη Συρία καθώς και η ανάγκη για σταθερό ενεργειακό εφοδιασμό ανάγκασαν την τουρκική κυβέρνηση να βελτιώσει τις σχέσεις με το Ιράν, τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία, οι οποίες βρίσκονταν σε χαμηλό επίπεδο για χρόνια. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί ότι η ΕΕ και οι ΗΠΑ αποτελούν πιθανές απειλές για την ενότητα του τουρκικού κράτους παρέμειναν βασικό θέμα στη ρητορική του Ερντογάν με στόχο τις πολιτικές βάσεις του AKP και του MHP.
Στο επίκεντρο αυτών των κύκλων κλιμάκωσης ενάντια σε πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς βρίσκονται δύο βασικοί παράγοντες που διαβρώνουν τις δομές εξουσίας που επέτρεψαν στον Ερντογάν να κυριαρχήσει στην τουρκική πολιτική για 20 χρόνια.
Η πρώτος παράγοντας είναι η οικονομική κακοδιαχείριση από το ΑΚΡ, το οποίο έχει υποτάξει όλες τις άλλες προτεραιότητες στη διατήρηση ενός μοντέλου ανάπτυξης με γνώμονα την κατανάλωση, το οποίο στηρίζεται σε φιλόδοξα κατασκευαστικά έργα που υποστηρίζονται από το κράτος. Αυτό έχει υπονομεύσει τους παραγωγικούς επιχειρηματικούς τομείς και οδήγησε σε διαδοχικές υποτιμήσεις του νομίσματος της Τουρκίας.
Ο δεύτερος παράγοντας, που συνδέεται με αυτό το σπιράλ οικονομικής παρακμής, είναι ο επιταχυνόμενος κατακερματισμός του εκλογικού συνασπισμού του Ερντογάν από ισλαμιστές-συντηρητικούς και εθνικιστές ψηφοφόρους καθώς πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές του Ιουνίου 2023.
Με την εμφάνιση του “Καλού Κόμματος» της Meral Aksener (IYI) ως βιώσιμου αμφισβητία που διώχνει τους ψηφοφόρους από τους συμμάχους του Ερντογάν στο MHP και το μειωμένο ενδιαφέρον μεταξύ των νεότερων ψηφοφόρων για την ισλαμική συντηρητική πολιτική που στήριξε το ΑΚΡ, το σύστημα που έχει χτίσει ο Ερντογάν φαίνεται αναμφισβήτητα ασταθές.
Συχνά, οι αυταρχικοί ηγέτες με μια επικίνδυνη πίστη στο πεπρωμένο τους, είναι πιο ευάλωτοι και μπορεί να γίνουν πιο επικίνδυνοι. Το CHP, το IΥΙ και με τον δικό του τρόπο το HDP, αρχίζουν να αναπτύσσουν εκλογική έλξη σε κάθε τουρκική περιοχή που μπορεί να ανατρέψει το AKP και να καταστρέψει το MHP. Και ακριβώς εξαιτίας αυτής της απειλής ο Ερντογάν και οι πιστοί του στη διοικητική γραφειοκρατία και τις υπηρεσίες ασφαλείας έχουν εισέλθει σε όλο και πιο φαύλους κύκλους καταστολής κατά των αντιπάλων τους.
Ομοίως, η ανάγκη του Ερντογάν να διατηρήσει την εθνικιστική και θρησκευτική βάση του μαζί, είναι αυτό που τον κάνει πρόθυμο να πυροδοτήσει κρίσεις με Ευρωπαίους και Αμερικανούς εταίρους για να αποδείξει ότι η Τουρκία υπό την ηγεσία του έχει τη δύναμη να αναγκάσει την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και την Ουάσιγκτον να αποδεχθούν τις απαιτήσεις της Άγκυρας.
Ωστόσο, η ΕΕ και οι ΗΠΑ δεν θα πρέπει απλώς να μείνουν πίσω και να υποθέσουν ότι οι σχέσεις με την Τουρκία θα επανέλθουν σε καλό δρόμο ακόμα κι αν η τουρκική αντιπολίτευση επιβιώσει από την επίθεση που αντιμετωπίζει και βγει νικήτρια μετά τις εκλογές του 2023.
Για να κερδίσουν, το CHP και το IΥΙ θα χρειαστεί να κερδίσουν έλξη μεταξύ των συντηρητικών και εθνικιστών ψηφοφόρων που τείνουν να είναι καχύποπτοι για τις ΗΠΑ και να υποστηρίζουν τις προσπάθειες διεκδίκησης τουρκικών εδαφικών διεκδικήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, που ενσωματώνονται στο δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας του τουρκικού ναυτικού.
Η εχθρότητα μεταξύ αυτών των βασικών δημογραφικών στοιχείων για τα εκατομμύρια των Σύριων προσφύγων στην Τουρκία οδήγησε επίσης σε έναν πόλεμο προσφορών μεταξύ του AKP, του CHP και του IΥΙ για το ποιο κόμμα είναι πιο πρόθυμο να προωθήσει τους πρόσφυγες προς την ΕΕ ή να τους απελάσει πίσω στο συριακό έδαφος που βρίσκεται υπό τον στρατιωτικό έλεγχο της Τουρκίας. Και παρ’ όλες τις διαφορές τους, οι ηγέτες των τριών κομμάτων μοιράζονται μια γενικευμένη εχθρότητα όχι μόνο προς το PKK, αλλά και προς τις προτάσεις για την παροχή περιορισμένης αυτονομίας στις κουρδοκρατούμενες περιοχές στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας.
Ένα πιθανό σενάριο κατά το οποίο αν το IΥΙ, υπό την επιδέξια διαχείριση της ηγέτιδας του κόμματος Μεράλ Ακσενέρ, καταφέρει να ξεπεράσει τόσο το AKP όσο και το CHP, θα πρέπει να δώσει στους ηγέτες της ΕΕ κάποια καθησύχαση ότι όλα θα πάνε καλά μετά την πτώση του Ερντογάν. Ως πρώην σύμμαχος του MHP που αποσχίστηκε μετά από διαφωνίες με την παλιά φρουρά του κόμματος το 2017, το IΥΙ εξακολουθεί να δεσμεύεται σε πολλές ιδεολογικές υποθέσεις που συμμερίζονται οι ακροδεξιοί Τούρκοι εθνικιστές.
Η Τελωνειακή Ένωση της Τουρκίας με την ΕΕ είναι θεμελιώδους σημασίας για την οικονομία της και η εγγύηση ασφάλειας των ΗΠΑ μέσω της ένταξης στο ΝΑΤΟ είναι ζωτικής σημασίας για τη στρατηγική της θέση. Όμως, οποιαδήποτε τουρκική κυβέρνηση εμπλέκει τον ΙΥΙ κινδυνεύει να επιστρέψει σε συγκρουσιακές προσεγγίσεις για την Ανατολική Μεσόγειο, την Κύπρο και τον κουρδικό εθνικισμό, που επαναλαμβάνονται από τις πτυχές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Η συνεχής διαπλοκή μεταξύ τμημάτων του τουρκικού στρατού και της δημόσιας διοίκησης σε μια ευρασιατική ιδεολογία που προωθεί τη συνεργασία με τη Ρωσία και την Κίνα, καταδεικνύει περαιτέρω πώς η πτώση του ισλαμικού συντηρητισμού του ΑΚΡ δεν θα οδηγήσει αυτόματα σε μια τουρκική κυβέρνηση που ευθυγραμμίζεται πιο σταθερά με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ . Χωρίς αξιόπιστες προσπάθειες των Βρυξελλών να προσεγγίσει την τουρκική κοινωνία, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι οι διάδοχοι του Ερντογάν δεν θα πέσουν ξανά σε επαναλαμβανόμενους κύκλους εθνικιστικών εντάσεων με τους γείτονες και εσωτερικής καταστολής κατά της διαφωνίας.
Η ΕΕ δεν μπορεί να αποφασίσει για το μέλλον της Τουρκίας. Ωστόσο, μπορεί τουλάχιστον να αναπτύξει προσφορές ολοκλήρωσης βασισμένες σε σαφείς συνθήκες πρόσβασης, που ακόμη και αν δεν έχουν πλήρη ένταξη, θα παρείχαν κίνητρα στις τουρκικές κυβερνήσεις μετά τον Ερντογάν να επικεντρωθούν σε ήρεμες διαπραγματεύσεις για δύσκολα ζητήματα με τους γείτονες και σε μια πιο χαλαρή στάση απέναντι στα πολιτιστικά και τον πολιτικό πλουραλισμό στο εσωτερικό.
Με πληροφορίες από worldpoliticsreview.com
* Ο Αντώνης Βασιλείου είναι Αντιστράτηγος (εα), Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός, MSc Επιχειρησιακός Ερευνητής, τ. Σύμβουλος ΟΑΣΕ επί Συμβατικών Εξοπλισμών και τ. Μελετητής των Συστημάτων Διοικήσεως και Ελέγχου Πληροφοριών του ΝΑΤΟ (www.antoniosvasileiou.gr).