Το Σάββατο της 10ης Ιουλίου 1943 μια αποφράς ημέρα για τους κατοίκους του Κεφαλόβρυσου. Ο τακτικός γερμανικός στρατός έμπαινε για πρώτη και τελευταία φορά στο μικρό τότε Κεφαλόβρυσο, συνέλαβε 21 Κεφαλοβρυσίτες και με πρωτοφανή κυνικότητα τους έκαψαν ζωντανούς μέσα σε δύο σπίτια του χωριού.
Το πρωί εκείνο, μερικοί χωριανοί από τον μαχαλά του Φώτου Νάστα είδαν καπνούς στο Βασιλικό. Το Βασιλικό καιγόταν από τους Γερμανούς. Η είδηση μεταδόθηκε αστραπιαία και το χωριό πανικοβλήθηκε. Είχε ακούσει και για το κάψιμο της Ερσέκας τέσσερις μέρες νωρίτερα. Ένα ολόκληρο χωριό άδειασε, μέσα σε λίγα λεπτά και σε κατάσταση πανικού και αλλοφροσύνης ζήτησε την σωτηρία του στα γύρω βουνά.
Έμειναν στο χωριό εκείνοι που θα παρέδιδαν τα …κλειδιά. Έτσι είχαν ακούσει. Οι πολιτισμένοι λαοί δεν σκοτώνουν αμάχους. Έμεινε ο Παπάς, ο Γραμματικός μερικοί γέροι τσελιγκάδες, μερικοί ανήμποροι και άλλοι απλοί νοικοκυραίοι. Οι Γερμανοί έριξαν μερικές ριπές πυροβόλου από το εικόνισμα του Γιώργου Μεντή, προχώρησαν προς το χωριό και στον Άγιο Κωνσταντίνο μοιράστηκαν σε τρεις ομάδες και κινήθηκαν προς τις παρυφές του χωριού. Μια ομάδα κινήθηκε προς τους Θυμιέους, κατέβηκαν προς το πηγάδι του Μπούσιου, πέρασαν από την Παναγιά κι από εκεί κατέβηκε στο μεσοχώρι. Στο διάβα της έπαιρνε μαζί της όποιον έβρισκε στο δρόμο ή στα σπίτια.
Η άλλη ομάδα κινήθηκε στις βόρειες παρυφές, πέρασε από τους Μανέους, στου Τόλη Τσόγκα, στο σχολείο και ενώθηκε στο μεσοχώρι με την πρώτη ομάδα. Στο διάβα της το ίδιο έκανε και αυτή. Δύο ή τρεις Γερμανοί με τον επικεφαλής πήγαν κατ’ ευθείαν στο μεσοχώρι όπου τους περίμεναν ο Παππάς του χωριού, Γιώργος Κίτσωνας, ο Γραμματικός Σπύρος Τζαβάρας και πολλοί άλλοι χωριανοί.
Οι Γερμανοί, με τα όπλα πάντα επί σκοπόν, τους μάζεψαν όλους στο σπίτι του Ζήκου Φούκη. Εκεί η σιωπή του θανάτου. Ο καθένας προσπαθούσε να μαντέψει τις προθέσεις των δημίων που κάθονταν γύρω τους με τα όπλα έτοιμα, σαν χάροι. Τελευταίος σε τούτη τη συγκέντρωση του θανάτου ήρθε ο Μπάρμπα Ζήκος ο Μάνης ο οποίος ερχόταν από το βουνό με δύο μουλάρια φορτωμένα φρέσκο τυρί σε τσαντίλες. Οι χωριανοί που τον βλέπαν να κατευθύνεται προς το χωριό, του συνιστούσαν να μη πάει στο χωριό διότι είχαν μπει Γερμανοί, αυτός όμως δεν τους άκουσε. Δεν θα μας πειράξουν έλεγε. Αφού δεν κάναμε τίποτε. Έτσι έγινε και με τους Ιταλούς. Πριν πάει όμως σπίτι του, οι Γερμανοί τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο σπίτι του Ζήκου Φούκη.
Μερικοί ψιθύριζαν βλάχικα μεταξύ τους, να φύγουν και όσοι γλυτώσουν. Άλλοι λέγανε να μην φύγουν, δεν θα μας κάνουν κακό, άλλοι πάλι να μη φύγουμε διότι θα πάρουμε στο λαιμό μας και τους γέρους που δεν μπορούν να τρέξουν. Τελικά η πομπή ξεκίνησε για το Βασιλικό. Στο δρόμο δραπέτευσαν μερικοί και από ότι φαίνεται, οι Γερμανοί δεν τους αντελήφθησαν, διότι δεν ακούστηκε ούτε ένας πυροβολισμός. Θα πρέπει να τους είχαν μετρήσει όμως και διαπίστωσαν ότι ήταν τώρα λιγότεροι. Σταμάτησαν την πορεία και υπό την απειλή των όπλων τους έκλεισαν στο προαύλιο του σπιτιού του Ντίνα Σιούπολη, στην πλατεία του χωριού. Εδώ άλλη αγωνία. Ο Ζήκο Μάνης διηγείται ότι τώρα οι Γερμανοί φαινόταν πιο άγριοι από πριν.
Μέσα στο σπίτι του Ντίνα Σιούπολη έμενε τότε, με την οικογένεια της, η κυρά Κατίνα, μια από τις δασκάλες του χωριού η οποία δεν είχε προλάβει να φύγει για τα Γιάννενα. Την ημέρα αυτή λίγο πριν κατέβουν οι μελλοθάνατοι ένας Γερμανός, μάλλον ιπποκόμος του διμοιρίτη βίασε την κυρά Κατίνα, που σε έξαλλή κατάσταση ζητούσε βοήθεια αλλά κανένας δεν μπορούσε να τη βοηθήσει.
Τέλος απ’ εκεί ξεκίνησαν πάλι για το Βασιλικό, αλλά λίγο πιο πέρα στο λάκκο του Γκέλιου Σιούζιου, άλλα τρία ή τέσσερα άτομα μέσα στους οποίους ήταν και ο Ζήκο Μάνης, εκμεταλλευόμενοι ακριβώς το λάκκο, δραπέτευσαν, χωρίς πάλι οι Γερμανοί να πυροβολήσουν…
Καθώς προχωρούσαν, ο Μήτε Σιούτης, είδε το δεκάχρονο γιο του Σταύρο που ακολουθούσε την παρέα από μακριά, και του φώναξε στα βλάχικα, να πάει σπίτι και να μη φοβάται, διότι αυτός θα πήγαινε μέχρι το Βασιλικό και θα ερχόταν σπίτι. Ο Σταύρος εξακολουθούσε να πηγαίνει πίσω από την πορεία, για να δει λίγο πιο πέρα τον πατέρα του να πέφτει νεκρός από τις σφαίρες των δημίων. Λίγο παραπέρα τους χώρισαν σε δυο ομάδες και του μισούς τους έβαλαν στο σπίτι του Πάνου Φούκη. Την ώρα που μπαίνανε μέσα στο σπίτι, τρεις από αυτούς, ο Μήτε Σιούτης, ο Τάμπε Μεντής και ο Μήτε Θύμιος, αψηφώντας την παρουσία των ένοπλων Γερμανών, έτρεξαν να σωθούν προς το λάκκο. Οι Γερμανοί πυροβόλησαν και σκότωσαν, στην αυλή του σπιτιού, τον Μήτε Σιούτη, τραυμάτισαν στην κοιλιά τον Τάμπε Μεντή ο οποίος κατάφερε να φτάσει στο λάκκο και τελικά να γλυτώσει, ενώ ο Μήτε Θύμιος γλύτωσε χωρίς αμυχή. Σε λίγο αφού τους βάλανε μέσα έριξαν ριπές μέσα στο σπίτι και έβαλαν φωτιά. Μερικοί λένε ότι ενώ το σπίτι καιγόταν, ο Χρήστος Ντεμίρης, ανέβηκε στις εσωτερικές γρεντιές και άνοιξε τρύπα στη σκεπή, απ’ όπου προσπάθησε να βγει. Οι Γερμανοί τον πυροβόλησαν και έπεσε μέσα στο καιόμενο σπίτι.
Τους άλλους μισούς τους βάλανε στο απέναντι σπίτι του Γκέλιου Σιούζιου. Εδώ διαδραματίστηκε παρόμοια περίπου σκηνή. Ο Παναγιώτης Γκόγκος, αψηφώντας και αυτός την παρουσία των ενόπλων δημίων, έτρεξε προς το λάκκο να γλυτώσει. Οι Γερμανοί τον πυροβόλησαν. Ο άτυχος Παναγιώτης, με το κορμί του τρυπημένο από τις σφαίρες, πήδησε το φράχτη, όπου δέχτηκε και άλλη ριπή, ξαναπήδησε τον φράχτη και έτρεχε αλλόφρων κατά των δημίων του οπότε δέχτηκε και τρίτη ριπή και έπεσε νεκρός. Οι δήμιοι, αφού τους έβαλαν όλους στο σπίτι, έριξαν κι εδώ μερικές ριπές και έβαλαν φωτιά.
Από τούτο το σπίτι, γλύτωσε κυριολεκτικά από του χάρου τα δόντια, ο Μήτε Μεντής. Τούτος μόλις μπήκε μέσα στο σπίτι χώθηκε στο τζάκι, έβαλε στα πόδια του μια σκάφη και ανέβηκε, από το εσωτερικό του τζακιού, ψηλά στην κορυφή και όταν οι Γερμανοί φύγανε, κατέβηκε.
Οι Γερμανοί στρατιώτες έμειναν έξω και επέβλεπαν. Κοιτούσαν. Τι κοιτούσαν; Πως καίγονται άνθρωποι ζωντανοί μέσα στο σπίτι.
Φρίκη.
Παραθέτω τα ονόματα των νεκρών της 10 Ιουλίου 1943:
- Κίτσωνας Γεώργιος – (Παπαγάκης), ιερέας
- Τζαβάρας Σπύρος, Γραμματέας
- Σιούζιος Βασίλειος – (Τσίφτη Σιούζιος)
- Μπάσιος Γεώργιος – (Γκάτσι Μπάσιος)
- Σίμος Χαράλαμπος
- Μεντής Ηλίας
- Μπούμπας Βασίλειος
- Κούρος Κων/νος – (Μπελοροις)
- Κόντης Νικόλαος – (Γκουντόσιας)
- Νάτσιας Παναγιώτης – (Πάνω Παλιάτσας)
- Τσέπας Σπύρος – (Πήλιο Φαρμάκης)
- Σιούτης Δημήτριος
- Γκότσης Γεώργιος
- Γραμμόζης Νικόλαος
- Γραμμόζης Γεώργιος
- Γραμμόζης Κων/νος
- Νατσίκος Δημήτριος
- Δεμίρης Χρήστος
- Σκούπρας Ιωάννης
- Γκόγκος Παναγιώτης
- Βολταίρος Παναγιώτης – (Παναγής)
Αιωνία η μνήμη των εν αδίκω θανάτω θανατωθέντων, οι οποίοι περιμένουν δικαίωση για να αναπαυθούν οι ψυχές των.
Επετειακό μοιρολόι
Η κατάθεση στεφάνου είναι από τις εκδηλώσεις του 2018.