Ακούστε στο τέλος του κειμένου το σχετικό δημοτικό τραγούδι.
Ο Σπύρος Σπυρομήλιος (1864 – 19 Μαΐου 1930) ήταν Έλληνας αξιωματικός της χωροφυλακής και βουλευτής. Διακρίθηκε για τη συμμετοχή του στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τον Μακεδονικό Αγώνα, τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα.
Γεννήθηκε το 1864 στη Θήβα ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή στη Χειμάρρα και καταγόταν από ιστορική οικογένεια της Χειμάρρας. Αρχικά πραγματοποίησε τις σπουδές του στο Γυμνάσιο, πιθανότατα στην Αθήνα, και αργότερα εισήχθη στη Ναυτική Σχολή Κεφαλληνίας μέσω της οποίας πραγματοποίησε ταξίδια σε αρκετά ευρωπαϊκά λιμάνια. Έπειτα επέστρεψε στην Αθήνα με πρόθεση να σπουδάσει στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων δεν έγινε όμως δεκτός διότι είχε ξεπεράσει το δέκατο ένατο έτος της ηλικίας του. Τότε, έπειτα από προτροπή του συγγενή του και μοιράρχου χωροφυλακής, Ιωάννη Σπυρομήλιου, κατετάγη το 1883 στο σώμα και σύντομα εξελίχθηκε σε αξιωματικό.
Ως αρχηγός δύναμης 67 χωροφυλάκων συμμετείχε στην απόβαση της Ηπειρωτικής Φάλαγγας του Μάρκου Μπότσαρη στην Νικόπολη Πρεβέζης και στις εκεί διεξαχθείσες μάχες.
Συμμετείχε από πολύ νωρίς στο «Μακεδονικό Κομιτάτο» επιτυγχάνοντας αρχικά την στρατολόγηση αρκετών Κρητικών ενώ τον Σεπτέμβριο του 1904, από κοινού με άλλους αξιωματικούς τοποθετήθηκε στο ελληνικό γενικό προξενείο Θεσσαλονίκης ως κλητήρας ή ειδικός γραφέας με το ψευδώνυμο Σουρής. Τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι αξιωματικοί επωμίστηκαν την οργάνωση επιτροπών αγώνα στις πόλεις και στην ύπαιθρο της Μακεδονίας, τον ορισμό πληροφοριοδοτών και μεταφορέων, την παραλαβή και την διανομή του οπλισμού όπως και τη διενέργεια ομιλιών προς τόνωση του εθνικού φρονήματος των ελληνικών πληθυσμών. Αργότερα, ανέλαβε τον συντονισμό του σώματος των Κρητικών Κατσίγαρη και Παπαμαλέκου που δρούσαν στην περιοχή του Κιλκίς όπως και την έγκαιρη μισθοδοσία των ενόπλων καθώς και όσα ζητήματα προέκυπταν από τη δράση τους.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, τέθηκε επικεφαλής σώματος εθελοντών και απελευθέρωσε αρχικά την πόλη των Φιλιατών, αναχαιτίζοντας στη συνέχεια τα ένοπλα σώματα Οθωμανών ατάκτων που επιχείρησαν να την ανακαταλάβουν.
Στις 5 Νοεμβρίου 1912, του δόθηκε εντολή, από την Κέρκυρα όπου βρίσκονταν, να αποβιβαστεί στην Χειμάρρα. Η δύναμη που είχε στην διάθεση του ήταν σχετικά μικρή, 200 εθελοντές κυρίως Χειμαρριώτες και Κρητικοί (οι οποίοι είχαν αρχηγούς τους Γαλερό και Πολυξίγκη). Η απόβαση, που είχε και την υποστήριξη του πολεμικού «Αχελώος», δεν συνάντησε καμία ουσιαστική δυσκολία και είχε πλήρη επιτυχία.
Την επόμενη ημέρα στο κίνημα του Σπυρομήλιου εντάχθηκαν τα γειτονικά χωριά Δρυμάδες, Πόρτο Παλέρμο, Βουνό, Πήλιουρη, Κηπαρό και Κούδεσι όπου εγκαταστάθηκαν νέες τοπικές αρχές διορισμένες από τον ίδιο, ενώ οι δυνάμεις του αποσπάσματός του προωθήθηκαν μέχρι το στενό του Λογαρά.
Παράλληλα, με προκήρυξή του κάλεσε τους Αλβανούς της ευρύτερης περιοχής σε σύμπραξη, υποσχόμενος τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους εντός μίας μελλοντικής ελληνικής επικράτειας, αλλά καθώς δεν επιτεύχθηκε ουσιαστική προσέγγιση, ακολούθησαν συγκρούσεις με Αλβανούς ένοπλους στην ευρύτερη περιοχή, με κυριότερη αυτή στο Κούτσι, στις 18 Νοεμβρίου.
Με το πέρας τον Βαλκανικών Πολέμων η Ελλάδα υποχρεώθηκε βάσει συνθηκών να αποσύρει τον στρατό της από την περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Από την πλευρά του ο Σπυρομήλιος, τον Ιανουάριο του 1914 έστειλε τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στην ελληνική κυβέρνηση τονίζοντας την έντονη δυσαρέσκεια της ελληνικής μειονότητας για την απόφαση να αποσυρθούν οι ελληνικές δυνάμεις από την περιοχή. Περαιτέρω, στις 9 Φεβρουαρίου 1914, αρνήθηκε να αποχωρήσει από τη Χειμάρρα με αποτέλεσμα ο στρατηγός Παπούλας να διατάξει τη σύλληψή του. Την ίδια ημέρα ο Σπυρομήλιος ενημέρωσε με κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα τους μητροπολίτες Βασίλειο Δρυϊνουπόλεως και Σπυρίδωνα Βελλάς και Κονίτσης για την πρόθεσή του να κηρύξει την αυτονομία της Χειμάρρας και τους κάλεσε να πράξουν το ίδιο στις περιοχές τους, γεγονός που συνέβη στις 10 Φεβρουαρίου.
Στη συνέχεια προσχώρησε στην προσωρινή Κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου που ορίστηκε στο Αργυρόκαστρο την 17 Φεβρουαρίου 1914 ως γενικός αρχηγός Χειμάρρας. Κατά την περίοδο Μαρτίου – Απριλίου, οι άνδρες του Σπυρομήλιου έδωσαν σκληρές μάχες με αλβανικές δυνάμεις σε Βουνό, Πήλιουρη, Κούδεσι κλπ, με τη σημαντικότερη να διεξάγεται την 9η Απριλίου στην Πήλιουρη. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, κατά τη διάρκεια συγκρούσεων οι δυνάμεις του Σπυρομήλιου πυρπόλησαν τα αλβανικά χωριά Μπόρσι, Κούτσι και Λαΐφι.
Ο Σπυρομήλιος απεβίωσε στις 19 Μαΐου του 1930 στην Αθήνα όπου και κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα παρουσία του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και πλήθους πολιτικών, στρατιωτικών και κόσμου. Στη διαθήκη του, εξέφρασε ως τελευταία επιθυμία να ταφεί στη Χειμάρρα, πράγμα το οποίο όμως δεν έγινε εφικτό καθώς η αλβανική κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα της ελληνικής πλευράς, φοβούμενη τυχόν επεισόδια κατά τη μεταφορά της σορού του Σπυρομήλιου στην πόλη.
Αιωνία η μνήμη του.