«Όσο ημπόρεσα έκαμα το χρέος μου εις την πατρίδα μου και εγώ και όλη η φαμελιά μου.»


Σαν σήμερα 7 Σεπτεμβρίου 1833, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας συλλαμβάνονται και φυλακίζονται στο Παλαμήδι από τη Βαυαρική Αντιβασιλεία, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Ήταν οι φίλοι μας οι Βαυαροί και τότε!!!!!

«Όσο ημπόρεσα, γράφει στα απομνημονεύματα του ο Κολοκοτρώνης, έκαμα το χρέος μου εις την πατρίδα μου και εγώ και όλη η φαμελιά μου. Είδα την πατρίδα μου ελεύθερη, είδα εκείνο όπου ποθούσα και εγώ και ο πατέρας μου και ο πάππος μου και όλη η γενεά μου, καθώς και όλοι οι Έλληνες. Αποφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, οπού είχα έξω απ’ τ’ Ανάπλι. Επήγα, εκάθισα και απερνούσα τον καιρόν μου καλλιεργώντας, και ευχαριστούμην να βλέπω να προοδεύουν τα μικρά φυτά όπου εφύτευα».

Εκεί, σ’ ένα σπιτοκάλυβο, τα μεσάνυχτα, έξι με εφτά Σεπτέμβρη του 1833, του χτύπησαν δυνατά την πόρτα. Ο Γέρος ανασηκώθηκε στο στρώμα.

Ποιος είναι; ρώτησε.

Εγώ! Ο μοίραρχος Κλεώπας.

Και τι ζητάς; ξαναρώτησε.

— Έχω διαταγή να κάνω έρευνα. Εδώ μέσα κρύβονται οπλοφόροι και βρίσκονται άρματα.

Ο Γέρος πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα, γελώντας φωναχτά.

— Κοπιάστε, είπε στο μοίραρχο και στους σαράντα χωροφύλακες που τον συνόδευαν. Και ξαναξάπλωσε στο στρωσίδι του.

Όρμησε μέσα ο μοίραρχος κι ένα τσούρμο χωροφύλακες. Μα δε βρήκαν ούτε οπλοφόρους, ούτε άρματα, εξόν απ’ τ’ άρματα του Γέρου.

— Σήκω και ντύσου! προστάζει το Γέρο ο Κλεώπας.

— Γιατί; τον ρώτησε.

— Γιατί κατά διαταγή της Αντιβασιλείας είσαι υπό κράτηση.

— Τι χρειαζόταν τόσο ασκέρι; λέει στον Κλεώπα ο Γέρος, καθώς άρχισε να ντύνεται. Έφτανε να μου στείλουν ένα σκυλί μαλλιαρό από κείνα που κάνουν θελήματα, μ’ ένα γράμμα στο στόμα να πάω στ’ Ανάπλι και μ’ ένα φαναράκι να φέγγει και των δυονών μας…

Ο Κλεώπας δεν απάντησε. Μάζεψε μόνο με προσοχή όσα χαρτιά βρήκε στις κασέλες του Γέρου και του λέει αυστηρά:

— Εμπρός, πάμε!

Τον έβαλαν στη μέση οι χωροφύλακες και προχωρούσαν. Ανέβηκαν τη σκάλα του Ιτς-Καλέ και παράδωσαν το Γέρο σ’ ένα Γερμανό δεσμοφύλακα. Τούδωσε εκείνος μια δυνατή σπρωξιά και χώθηκε μέσα σ’ ένα κατασκότεινο κελί. Ύστερα κλείδωσε την πόρτα κι έφυγε. Κι έμεινε ο Γέρος σαν το μεγαλύτερο κακούργο φυλακισμένος.

«Δια τρεις ημέρες δεν ήξευρα πως υπάρχω, μου εφαίνετο όνειρο, διηγιέται ο ίδιος. Ερωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανείς, δεν εκαταλάβαινα διατί μ’ έχουν κλεισμένον».

— Σκεφτόταν κι έλεγε. Εγώ βαφτίστηκα δυο φορές τη μια με λάδι, για να γίνω χριστιανός και την άλλη με αίμα για τη λευτεριά της πατρίδας. Τι έκαμα;

Θυμόταν πάλι πως μια μέρα τον είχε ρωτήσει ο Αρμανσμπέργκ:

— Έχεις πολλούς εχθρούς, στρατηγέ;

— Έχω απάντησε ο Γέρος, μα οι δυο απ’ αυτούς είναι πιο επικίνδυνοι.

— Και ποιοι είναι αυτοί; τον ξαναρώτησε. Και ο Γέρος απάντησε:

— Ο ένας τ’ όνομα μου και ο άλλος οι δούλεψες μου.

Την ίδια νύχτα φυλακίστηκε και ο Πλαπούτας. Κι όπως ήταν κλεισμένοι σε ξεχωριστά κελιά δεν ήξερε ο ένας για την φυλάκιση του άλλου. Η λαϊκή μούσα όμως παραδέχεται πως όχι μόνο τόξερε, μα και σιγανοκουβέντιαζαν τη νύχτα κι έλεγαν:

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ :

«Ξύπνα καημένε ξάδερφε και μη βαρειοκοιμάσαι… ξύπνα και χάραξ’ η αυγή, ξύπνα και πήρ’ η μέρα, ξύπνα, Πλαπούτα, φόρεσε τα γιορτινά σου ρούχα γιατί θα πάμε σε χαρές, σε μέγα πανηγύρι.

ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ:

Άκουσε ξαδερφ’ άκουσε, τ’ όνειρο που είδα: Απόψε που κοιμόμουνα, στον ύπνο μου απάνου, θολό ποτάμι βλέπαμε, θολό κοκκινισμένο.
Στην αντίπερα όχθη του μας τήραγαν ελάφια. Τραβάμε τα σπαθιά ευτύς και πέφτουμε στο ρέμα, για νάβγουμε αντίπερα να κόψουμε τα λάφια. Μα ξάφνου πέσαν στο νερό οι φούντες των φεσιών μας.
Ξήγα το, Γέρο, ξήγα το και πες μου πώς το κρένεις;

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:

Τα λάφια πούδες αντικρύ είναι οι φαμελιές μας και το ποτάμι το θολό, είναι ο θάνατος μας, κι οι φούντες που επέσανε μέσ’ τα θολά νερά του, είν’ τα κεφάλια μας τα δυο που θα πνιγούν στο αίμα…»

Και την άλλη μέρα έφτασε παντού το θλιβερό μαντάτο: «Πιάσανε το Γέρο!»

Εδώ φυλάκισαν οι φίλοι μας Βαυαροί, τον ήρωα μας στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.


Leave a Reply

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

© 2024 Antonios L Vasileiou

You cannot copy content of this page