Γράφει ο Αντιστράτηγος (ε.α.) Αντώνης Βασιλείου*.
Ο χάρτης της Ανατολικής Μεσογείου δείχνει τις αντικρουόμενες οριοθετήσεις περιοχών Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης / Υφαλοκρηπίδας. Με Μπλε είναι οι περιοχές που με σύμφωνα με την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS-82) ανήκουν στην Ελλάδα και την Κύπρο. Με κόκκινο είναι οι περιοχές που διεκδικεί αυθαίρετα η Τουρκία. Το τμήμα «A-B» αποτελεί το όριο της παράνομης οριοθέτησης μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης σύμφωνα με το παράνομο σύμφωνο του Νοεμβρίου 2019. Το τμήμα «C-D» ανήκει στην τμηματική οριοθέτηση που συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου σύμφωνα με τη συμφωνία Αυγούστου 2020.
Οι πρόσφατες διαμάχες στο Αιγαίο Πέλαγος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχουν επίμονο χαρακτήρα. Εκτός από την αιώνια σχέση αγάπης/μίσους μεταξύ των δύο λαών, τα δύο συμμαχικά κράτη του ΝΑΤΟ είναι αντίπαλοι για την έρευνα φυσικών πόρων στο Αιγαίο Πέλαγος, το νησί της Κύπρου και τις διαφορετικές ερμηνείες διεθνών συνθηκών που σχετίζονται με τις θαλάσσιες ζώνες. Η διαμάχη παίρνει γεωπολιτική τροπή, αφού και οι δύο χώρες θέλουν το πάνω χέρι στο Αιγαίο Πέλαγος και τη γειτονική περιοχή.
Η Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία υπεγράφη και επικυρώθηκε το 1923, τερμάτισε την ευρωπαϊκή στρατιωτική παρουσία στην Τουρκία και τη στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Εγγυήθηκε την ανεξαρτησία των τελευταίων, και το πιο σημαντικό, χώρισε τη γη και κυρίως τα νησιά μεταξύ των δύο χωρών. Ως αποτέλεσμα της Συνθήκης, η Ελλάδα διατήρησε την κυριαρχία της στη συντριπτική πλειοψηφία των νησιών του Αιγαίου πελάγους.
Η Τουρκία στοχεύει να αναθεωρήσει τη Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία έδωσε στην Ελλάδα κυριαρχία στο αρχιπέλαγος των νησιών κοντά στις τουρκικές ακτές, καθώς και να επωφεληθεί από τη διαδικασία εξερεύνησης και εξόρυξης φυσικών πόρων από τη θάλασσα, η οποία είναι δύσκολη σε περίπτωση συνέχισης της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά. Όσον αφορά την Ελλάδα, στοχεύει στη διατήρηση του status quo αφού ο έλεγχος στα νησιά δίνει στην Αθήνα το ζωτικό στρατηγικό βάθος που έχει ανάγκη, αλλά και την διαχρονική διατήρηση της ελληνικότητας των νησιών αυτών.
Οι ελληνοτουρκικές εχθροπραξίες και η γεωπολιτική σημασία του ελληνικού αρχιπελάγους
Το μίσος και η δυσπιστία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αντικατοπτρίζονται στην κοινή τους ιστορία και στις πολλές συγκρούσεις που έχουν συμβεί από εμφανίσεως στην περιοχή των τουρκικών φύλλων.
Οι πιο σημαντικές πρόσφατες συγκρούσεις μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών ήταν το 1974. Τότε ήταν που η Άγκυρα εισέβαλε και κατέλαβε το βόρειο τμήμα της Κύπρου. Το 1976, 1987 και 1996, τα προκλητικά βήματα τη Τουρκίας στο Αιγαίο πέλαγος σχεδόν οδήγησαν σε στρατιωτικές εχθροπραξίες. Το 2020, οι δύο πλευρές βρέθηκαν στα πρόθυρα πολέμου για άλλη μια φορά, όταν η Τουρκία έστειλε ερευνητικά σκάφη για έρευνες φυσικών πόρων στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα στην περιοχή κοντά στο σύμπλεγμα των Ελληνικών νησιών του Καστελλορίζου. Το θέμα έφτασε σχεδόν στα όρια των στρατιωτικών συγκρούσεων, αν δεν υπήρχε η παρέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων για να αποχωρήσουν τα τουρκικά σκάφη από την περιοχή.
Και οι δύο χώρες γνωρίζουν τη στρατηγική σημασία του αρχιπελάγους των νησιών που ανήκουν στην Ελλάδα. Εκτιμώμενα κατά εκατοντάδες, αυτά τα νησιά κοντά στην ηπειρωτική Τουρκία είναι γεωπολιτικά σημαντικά από τη θέση τους, καθώς και από τους ρόλους τους σε περίπτωση στρατιωτικής αντιπαράθεσης.
Η κύρια γεωπολιτική σημασία του ελληνικού αρχιπελάγους κοντά στην τουρκική ηπειρωτική χώρα είναι ότι επιτρέπει στην Ελλάδα να εξερευνήσει γύρω της για φυσικούς πόρους. Σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες το αρχιπέλαγος δίνει στην Αθήνα τεράστιες περιοχές του Αιγαίου πελάγους για να χρησιμεύσει ως Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ).
Η UNCLOS και τα δικαιώματα των κρατών στα ύδατα.
Από τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η Ελλάδα ελέγχει σχεδόν όλα τα νησιά στο Αιγαίο Πέλαγος πέραν των 3 ναυτικών μιλίων από την ακτογραμμή της Τουρκίας, καθώς και από όσα είναι εντός της ζώνης των 3 ν.μ. εκείνα που αναφέρονται ονομαστικά στις Διεθνείς Συμφωνίες Λωζάνης και Παρισίων. Σύμφωνα με την τουρκική εθνική ρητορική, αυτή η «άνιση» γεωγραφική διαίρεση των νησιών οδηγεί την Άγκυρα να αυξήσει τις απαιτήσεις της στη θάλασσα, θέμα το οποίο σε καμία περίπτωση δεν αποδέχεται η Ελλάδα. Εντός του νομικού πλαισίου, τα δύο μέρη διαφωνούν σε τέσσερα βασικά ζητήματα:
- τα χωρικά ύδατα,
- την ΑΟΖ,
- την υφαλοκρηπίδα και
- τα δικαιώματα των νησιών.
Ο κύριος λόγος αυτής της ριζικής νομικής διαφωνίας πηγάζει από το γεγονός ότι η Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, είναι ένα από τα λίγα κράτη που δεν υπέγραψαν την UNCLOS και ως εκ τούτου θεωρεί ότι δεν είναι υποχρεωμένη να τηρεί τους κανόνες της, αλλά μάλλον να επιλέγει παλιές συνθήκες, συμβάσεις και διεθνή έθιμα ως νομικές αναφορές για τον καθορισμό δικαιωμάτων στο Αιγαίο Πέλαγος.
Πριν από την υπογραφή της UNCLOS, κράτη όπως η Τουρκία και η Ελλάδα τήρησαν τα έξι ναυτικά μίλια στο Αιγαίο Πέλαγος. Η Σύμβαση, ωστόσο, επιτρέπει στις χώρες να επεκτείνουν τα χωρικά τους ύδατα έως και τα 12 ναυτικά μίλια από τις ακτές των. Εάν η Ελλάδα εφαρμόσει τα 12 ναυτικά μίλια, θα έχει σύμφωνα με την UNCLOS κυριαρχία στα ύδατα πολύ κοντά στις τουρκικές ακτές. Τα ελληνικά νησιά, όπως το Καστελόριζο, η Λέσβος, η Χίος, η Σάμος και τα Δωδεκάνησα, θα επεκτείνουν τα κυρίαρχα ύδατα της Ελλάδας. Η Τουρκία από το 1995 συχνά δηλώνει ότι η αλλαγή του status quo των χωρικών υδάτων θα αποτελεί casus belli.
Η UNCLOS επιτρέπει στην Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα και η Τουρκία χρησιμοποιεί αυτή την πρόβλεψη και επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια σε άλλες γύρω θάλασσες, όπως η Μαύρη Θάλασσα και η Ανατολική Μεσόγειος.
Το 2020, οι δύο πλευρές βρέθηκαν στα πρόθυρα πολέμου όταν η Τουρκία εξερευνούσε παράνομα για φυσικούς πόρους σε σημείο περίπου 6,5 ναυτικά μίλια μακριά από το νησί του Καστελόριζου, το οποίο θεωρείται από την ελληνική πλευρά ότι βρίσκεται στα εν δυνάμει χωρικά της ύδατα (εάν θα εφαρμόζονταν 12 ναυτικά μίλια) και υπεράνω της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Όσον αφορά την τουρκική πλευρά, έχει αντίθετη άποψη, καθώς θεωρεί άδικο για την Ελλάδα να αποκτήσει απόλυτη κυριαρχία στα ύδατα ακριβώς κοντά στα τουρκικά σύνορα και κατά συνέπεια την εμποδίζει να ασκήσει κυριαρχία στα δικά της χωρικά ύδατα.
Η Τουρκική αναζήτηση για παράκαμψη της Συνθήκης της Λωζάνης.
Η Συνθήκη της Λωζάνης υπογράφηκε και κυρώθηκε το 1923 μεταξύ της Τουρκίας και πολλών άλλων εθνών, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Ιταλίας, της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και το σημαντικότερο, της Ελλάδας. Πρόκειται για μια συνθήκη ειρήνης που όριζε τα εξής:
- Ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Τουρκίας.
- Καθόρισε τα σύνορα της Τουρκίας τα οποία αναγνωρίστηκαν διεθνώς.
- Η Τουρκία εγκατέλειψε τις αξιώσεις της στην μετέπειτα ιρακινή πόλη της Μοσούλης, κομμάτια της Δυτικής Θράκης και τα περισσότερα νησιά κοντά στις τουρκικές ακτές πέραν των 3 ν.μ.
- Η κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά κοντά στα τουρκικά σύνορα νομιμοποιήθηκε και αναγνωρίστηκε διεθνώς.
- Έγινε ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμού. Οι Ορθόδοξοι Έλληνες που ζούσαν στα νεοσύστατα τουρκικά σύνορα ανταλλάχθηκαν με Μουσουλμάνους που ζούσαν στην Ελλάδα.
- Η διέλευση της ναυσιπλοΐας ήταν εγγυημένη μέσω των τουρκικών στενών Δαρδανελίων και Βοσπόρου.
Είναι δίκαιο να πούμε ότι η Συνθήκη της Λωζάνης πέτυχε την ανεξαρτησία της Τουρκικής Δημοκρατίας, αλλά καθόρισε και τα όρια της τουρκικής πολιτικής, γεωγραφικής και γεωπολιτικής δράσης στην περιφερειακή της σφαίρα, ιδίως αφού τα χρόνια μετά την κύρωση της συνθήκης υπήρξαν ισορροπίες δυνάμεων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας.
Τα τελευταία 20 χρόνια σημειώθηκε πρόοδος στην τουρκική οικονομία, δημογραφία, στρατιωτική, πολιτιστική και πολιτική επιρροή, κ.λπ. Αυτό οδήγησε σε μια αυξανόμενη αίσθηση μεταξύ των Τούρκων και της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας σχετικά με την αναγκαιότητα υπέρβασης της Συνθήκης της Λωζάνης, που όριζε τα όρια των περιφερειακών κινήσεων και δράσεων της Τουρκίας, ιδιαίτερα στο Αιγαίο Πέλαγος.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναφέρει συχνά την προσπάθεια της χώρας του να αναθεωρήσει τη Συνθήκη. Κατά τη διάρκεια επίσκεψης του στην Αθήνα το 2018, δήλωσε ότι «με την πάροδο του χρόνου όλες οι συνθήκες χρειάζονται αναθεώρηση και η Συνθήκη της Λωζάνης, ενόψει των πρόσφατων εξελίξεων, χρειάζεται αναθεώρηση». Ο Έλληνας ομόλογος του, πρώην ΠτΔ Προκόπης Παυλόπουλος, απάντησε ότι «η Συνθήκη της Λωζάνης είναι μια συνθήκη που δεν αφήνει κενά όσον αφορά τις διμερείς σχέσεις, η οποία δεν χρειάζεται αναθεώρηση και η οποία δεν περιλαμβάνει ασάφειες στα περιφερειακά σύνορα. Δεν θεωρούμε ότι είναι μια συνθήκη που πρέπει να συζητηθεί, να αναθεωρηθεί ή να μεταρρυθμιστεί ».
Με άλλα λόγια, η Τουρκία θεωρεί ότι η τρέχουσα υπεροχή της ως περιφερειακής δύναμης έναντι της Ελλάδας πρέπει να μεταφραστεί στη συνθήκη που διέπει τη σχέση μεταξύ των δύο κρατών. Η Ελλάδα στοχεύει στη διατήρηση του status quo, ενώ η Τουρκία θέλει να παρακάμψει τη συνθήκη που περιορίζει την ανωτερότητα της έναντι της Ελλάδας.
Μέχρι σήμερα, η Τουρκία δεν έχει τροποποιήσει καμία από τις ρήτρες της συνθήκης προκειμένου να αυξήσει και να νομιμοποιήσει τη στρατηγική της επιρροή στο Αιγαίο Πέλαγος, κυρίως στα νησιά του ελληνικού αρχιπελάγους. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο φόβο της ευρωπαϊκής και διεθνούς απόρριψης που δεν δέχεται αναθεώρηση κυρίαρχων διεθνών συνθηκών που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.
Ελληνοτουρκικές ναυτικές δυνάμεις.
Μια πρωταρχική πτυχή της πρόσφατης διαμάχης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για το αρχιπέλαγος και το Αιγαίο Πέλαγος σχετίζεται με τους φυσικούς πόρους που ενδέχεται να βρεθούν στη θάλασσα. Η Ελλάδα χρειάζεται πετρέλαιο και φυσικό αέριο για να στηρίξει την οικονομία της, ενώ η Τουρκία το χρειάζεται πολύ για να ισορροπήσει μεταξύ των εξαγωγών και των εισαγωγών της και να μειώσει το εμπορικό της έλλειμμα, όπου σχεδόν όλη η αξία της εθνικής της παραγωγής πηγαίνει για τη χρηματοδότηση της αγοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου. από τη Ρωσία, το Ιράν, το Ιράκ κ.λπ.
Για να προστατεύσουν τα συμφέροντα τους στο Αιγαίο Πέλαγος, καθώς και τα κέρδη που θα αποκομιστούν από την εξερεύνηση και τις γεωτρήσεις για φυσικούς πόρους στο μέλλον, η Ελλάδα και η Τουρκία επιδιώκουν να ενισχύσουν τις ναυτικές τους στρατιωτικές δυνατότητες, ενώ οι ευρωπαϊκές δυνάμεις συχνά συμμετέχουν σε διπλωματικές συνομιλίες και πρωτοβουλίες προκειμένου να μειωθεί η ένταση μεταξύ των δύο.
Τα τελευταία τρία χρόνια, η Αθήνα εργάζεται για την αναβάθμιση των ναυτικών της δυνατοτήτων και την αναζωογόνηση της ναυπηγικής της βιομηχανίας. Σε σύγκριση με τις τουρκικές δυνατότητες, το ελληνικό ναυτικό πρέπει να ενισχυθεί. Η Άγκυρα ανέπτυξε τη ναυτική της δύναμη πιο γρήγορα και με προηγμένη τεχνολογία. Και οι δύο χώρες αγοράζουν νέα θαλάσσια οπλικά συστήματα και πλατφόρμες, προκειμένου να είναι έτοιμες για κάθε σύγκρουση καθώς και για αναζήτηση στρατηγικής στρατιωτικής υπεροχής στο Αιγαίο Πέλαγος.
Οι αμερικανικές και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις συχνά ξεκινούν συνομιλίες μεταξύ των δύο προκειμένου να εκτονωθεί η ένταση στην περιοχή και να εξασφαλιστεί μια περιοχή εκτός Ρωσικής επιρροής. Ο δυτικός κόσμος δεν μπορεί να αντέξει έναν πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δύο μελών του ΝΑΤΟ, σε μια εποχή όπου η επιρροή της Ρωσίας και της Κίνας αυξάνεται τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία και σε όλη τη Μεσόγειο.
Και τα δύο κράτη στοχεύουν στην εξασφάλιση των απελπιστικά αναγκαίων φυσικών πόρων στο Αιγαίο Πέλαγος και την Ανατολική Μεσόγειο. Επομένως, η κυριαρχία στο αρχιπέλαγος των νησιών κοντά στις τουρκικές ακτές έχει σημαντικό στρατηγικό νόημα και για τα δύο κράτη.
Εάν η Ελλάδα συνεχίσει την κυριαρχία στην περιοχή, θα έχει μεγαλύτερη ΑΟΖ για να εξερευνήσει και από την οποία θα εξάγει πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ενώ η Άγκυρα θα μείνει με πολύ μικρότερη ΑΟΖ στην περιοχή εκτός εάν καταφέρει να αναθεωρήσει επ’ ωφελεία της τη Συνθήκη της Λωζάνης. Όμως οι Διεθνείς Συνθήκες είναι ξεκάθαρες επί του θέματος και καμία Ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχθεί αυτή την αναθεώρηση.
* Ο Αντώνης Βασιλείου είναι Αντιστράτηγος (εα), Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός, MSc Επιχειρησιακός Ερευνητής, τ. Σύμβουλος ΟΑΣΕ επί Συμβατικών Εξοπλισμών και τ. Μελετητής των Συστημάτων Διοικήσεως και Ελέγχου Πληροφοριών του ΝΑΤΟ (www.antoniosvasileiou.gr).